"Όταν χαραζει, ο πρωτος στεναγμος
βγαινει απ' τα πιο σφιγμενα χειλη.
Σαν πεταλουδα στην καμαρη πετα
ψαχνοντας ανοιγμα να φυγει..."
(Θανασης Παπακωνσταντινου-Οταν Χαραζει)

Νομίζω οτι αυτοί οι στίχοι μπορουν να χαρακτηρίσουν απόλυτα το περιεχόμενο του blogspot αυτού.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Το Θεσσαλικό Βαπόρι (αφιερωμένο στον Θ.Π.)

Σ ωκεανό ξεφύτρωσες,

μες το μυαλό τρυπώνεις,

και στη ζωή μας ρίζωσες,

φουρτούνα ξεσηκώνεις.



Ήρθες με στίχους μαγικούς,
απ της ψυχής τα μέρη,
μας πήγες μ’ αναστεναγμούς,
σ ολακερο τ’ ασκέρι.


Στον Όλυμπο, στο Λίβανο,

στου Πηνειού την κύτη,

στων αστεριών τον λήθαργο,

κοντά στη Νεφερτίτη.


Βαπόρι -τρελοβάπορο
με βυθισμένη πλώρη
Λάρισα-Σαραντάπορο,
Αγιά-Μεταξοχώρι.


Μας γύρισες, μας μέθυσες,

κοιτώντας στ ανοιχτά,

στο σύμπαν μας ξενάγησες,

για πάντα στα βαθιά.


Βρίσκεις ανάσα και τροφή,

σε λησμονιάς τραγούδι.

Σε μια γωνιά, σε μια κορφή,

σ ενα γυμνό κλαρούδι.


Όπου κι αν είσαι πέρασε,

έλα να με ταράξεις,

ένα τραγούδι κέρασε,

της ξενιτιάς τις πράξεις.



Φωτιά...

Μια αγκαλιά ζεστά κεντημένη,

στα στάχυα χορεύει κρυφά,

στην καρδιά γλυκά κοιμισμένη,

περιμένει ξανά το Νοτιά.


Σαν φυσήξει θα έρθει στα χείλη,

θα πηδήξει στο χάδι αργά

και θα φαίνονται ξάφνου οι φίλοι,

μυστικοί εραστές σε φωλιά.


Τους ξυπνάει ο οίστρος μιας φλόγας,

σε δασάκι, σαν άγρυπνο βλέμμα,

σιγοκαίει ο ήχος μιας πρόβας,

μουσικών που βράζουν σαν αίμα.


Το χρώμα τους πλέκει ένας ήλιος,

μεσ’ τη δύση μιας άδικης μέρας,

σαν αστέρι, σαν ακούραστος γρύλος,

στο λιοπύρι που ξεχνά ο αέρας.


Μεθυσμένοι σαν ξύλα στο τζάκι,

ταξιδεύουν σιωπηλά στον καπνό,

σαν μικρής ηλιαχτίδας σαράκι,

σ’ ένα πλοίο που φεύγει στερνό.


Όπου κι αν πάει, πάλι γυρνάει,

σε στιγμές αλησμόνητου πάθους,

το ποτήρι της σκέψης κερνάει,

με ρακί από φρούτα του δάσους.


Νερό...

Από τον ουρανό θα πέσει,

την γη να λούσει δάκρυ,

στο μάγουλο θα τρέξει,

στου λουλουδιού την άκρη.


Στο χώμα βρίσκει έρωτα,

στην θάλασσα αγάπη,

στο ρυάκι τ’ αφανέρωτα,

στις αλυκές τ’ αλάτι.


Ποτίζει τον κήπο της ζωής,

ξεβράζεται στ αλώνια,

πορφύρα πίνει της αυγής,

και κρύβεται στα χιόνια.


Δίνει ψυχή στο κύμα,

στο αυλάκι την πνοή.

Στο ποτάμι δίνει σχήμα,

και στον θάνατο ζωή.


Γλιστράει στα βουνά ψηλά,

ξανά στον κάμπο μπαίνει.

Τα σύννεφα σέρνει χαμηλά,

την καταιγίδα φέρνει.


Έλα και δώσε μου ψυχή,

τα όνειρά μου πλύνε,

θέλω να νιώσω την βροχή,

σε όλο μου το είναι.


Γη...

--Κάτω απ’ τις σόλες κατοικεί,

σεμνά, γονατισμένη,

όμως στην πόλη μας ηχεί,

κλεφτά , ταπεινωμένη.--


Μακρυά, στο σκουριασμένο χώμα,

σε λόφο, μυρωδιές ποτισμένο,

φωλιάζει της ψυχής το χρώμα,

σε λαγούμι, βαθιά ριζωμένο.


Σαν πέσει το δάκρυ τ’ ουρανού,

και ξαναβρεί τον δρόμο,

θα τρέξει στην άκρη του βουνού,

που καρτεράει με πόνο.


Τη σύζευξη του χρόνου προσμένει,

να φυτέψει της ελπίδας καρπό.

Να χορέψει με το φως ξαναμμένη,

της ζωής το μοιραίο ταγκό.


Μελωδίες θα γεννήσει κρυφά,

μια αγκαλιά σε χορτάρι χλωρό,

επανάσταση να φέρει ξανά,

με της νιότης λουλούδι μικρό.


Συμφωνίες με μορφή ξωτική,

κάθε λογής ιαχές μυστικές,

που θ’ ακούνε μουσική μαγική,

σε λόγκους και ξερολιθιές.


Αέρας...


Χαραμάδες τρυπά,

τις καρδιές παρασέρνει.

Την σκέψη γυρνά,

τον ήλιο σαν φέρνει.


Να τον νιώσω μπορώ,

να τον πιάσω δεν θέλει.

Προσπαθώ να τον δω,

μα γλιστράει σαν χέλι.


Το κορμί μου γεμίζει,

και μου δίνει ζωή.

Κάπου εκεί ψιθυρίζει,

το αυτί μου να βρεί.


Μυστικό τ’ ουρανού,

από άλλο πλανήτη,

στην ανάσα, στο νου,

σε γλυκό σταλακτίτη.


Με σηκώνει ψηλά,

στου δειλινού την πνοή.

Με σπρώχνει ξανά,

στης αυγής την βοή.


Κι αν φυλακή με κλείσουνε,

σε μακρινό αστέρι,

το σύμπαν να γυρίσουνε,

θα ξαναβρώ τ’ αγέρι…